Αλβαρίνο...

Η νύχτα έχει κλείσει
τις πόρτες της
με τη μανία μιας γροθιάς
Οι νυχτερίδες πλέκονται με τη μυρωδιά
της μουχλας του αέρα
Στην ακτή τα κύματα ανακατεύονται
με σταγόνες της λαχτάρας
και ο πόνος
οδηγεί τα συναισθήματά μου
πνιγμένα πάνω στον φάρο
της λήθης.

Τα πάντα είναι στο μυαλό μου
σε διαταραγμένες επιγραφές
που δεν μπορεί
να αποκρυπτογραφήσει
κανένας άλλος.
Ενα βιολετί πένθιμο χρώμα
αλβαρίνο
χαιδεύει τον ουρανό.
Το σώμα μου επιπλέει
στην ομίχλη
Χωρίς να ξέρει
πώς να εκφραστεί.

Οι απόντες σκιές μεγαλώνουν.
Η ομίχλη εισέρχεται
στα όνειρά μου.
Αντανακλάσεις στον ορίζοντα
τρυπούν το υποσυνείδητό μου
Ενώ φθάνουν τα ιώδη σύννεφα.
Μια νύχτα μαύρης
αβύσσου επέστρεψε
στα χείλη μου
Είμαι γυμνός στο χάος
ενός ημιτελούς ανέμου
ζυγιάζοντας το
ψιθυριστικό βάρος
ενός κρυμμένου κενού.

η κραυγή σου στις φλόγες
αιωρείται σαν οίδημα.
Νιώθω την ανάσα σου
πυρακτωμένη.
Δεν μπορώ να σε κρατήσω πια
αύξουσα η ροή σου στο σκοτάδι
με τη γεύση μιας παλιάς αφής
ψάχνει να βρεί τον δρόμο
μιας
αναισθητοποιημένης μνήμης.